αγγαρειάζω

αγγαρειάζω
[αγγαρεία]
επιβάλλω σε κάποιον αναγκαστική και χωρίς αμοιβή εργασία, αγγαρεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”